γαμώτο κ. γαμώτη, άκλ. [από το γαμώ το..., γαμώ τη…]. 1α. ως επιφών. με πρόταξη το ρε φανερώνει αγανάκτηση: «γιατί άργησες, ρε γαμώτο!» β. δυσαρέσκεια: «πάλι εγώ θα πάω, ρε γαμώτο!». γ. έκπληξη: «από πού ξεφύτρωσε αυτός, ρε γαμώτο!». δ. θαυμασμό: «για δες, ρε γαμώτο, τι όμορφη που είναι η φύση!». ε. λύπη: «ρε γαμώτο, πάει ο άνθρωπος!». στ. παράπονο: «γιατί, ρε γαμώτο, δεν παίρνετε και μένα μαζί σας!». ζ. απογοήτευση: «ε ρε γαμώτο, για πέντε λεπτά δεν προλάβαμε το τρένο!». (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βάλω όλα μπουρλότο, να γλιτώσω ρε γαμώτο). 2. ως ουσ. το γαμώτο, η δυσκολία: «πρέπει να προσέξουμε σ’ αυτό το σημείο τη δουλειά, γιατί εκεί είναι όλο το γαμώτο». 3α. ως επίρρ. με πρόταξη το και, πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ όμορφα: «ήταν τόσο οργανωμένα όλα στην εκδρομή μας, που περάσαμε και γαμώτο». β. πάρα πολύ άσχημα: «ήταν τόσο χάλια ο καιρός κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας, που περάσαμε και γαμώτο»·
- γαμώτο σου! δηλώνει παράκληση, ικεσία, σε παρακαλώ, σε ικετεύω: «γαμώτο σου, σταμάτα πια αυτή την γκρίνια! || δώσε μου, ρε γαμώτο σου, τα λεφτά που μου χρειάζονται! || έλα, ρε γαμώτο σου, πάρε το γιο μου στη δουλειά σου!»·
- για ένα γαμώτο, για το φιλότιμο, για την αξιοπρέπεια: «τα καλά τα παλικάρια ζούνε για ένα γαμώτο και δεν ξεφτιλίζονται στη ζωή τους»·
- για την Ελλάδα, ρε γαμώτο! βλ. λ. Ελλάδα·
- για το γαμώτο, για το πείσμα, για τον εγωισμό: «θα τον κάνω μεγάλη ζημιά τον αλήτη, για το γαμώτο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι· 
- εδώ είναι το γαμώτο ή εδώ είναι όλο το γαμώτο, α. εδώ είναι η συγκεκριμένη αιτία που μου προξενεί πείσμα ή αγανάκτηση: «τώρα που τα κονόμησε, έγινε ακατάδεχτος κι εδώ είναι το γαμώτο, γιατί όσο δεν είχε μία, έτρεχε από πίσω μου». β. εδώ είναι που βρίσκεται το συγκεκριμένο εμπόδιο, η συγκεκριμένη δυσκολία: «εδώ είναι το γαμώτο της δουλειάς, η αρχή, γιατί, αν οργανωθούμε σωστά, όλα θα πάνε ρολόι»·
- έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο, βρίσκεται σε άθλια ψυχολογική κατάσταση κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό από την έκφρασή του: «χώρισε πρόσφατα με τη γυναίκα του κι έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο». Από τις όψεις των αγίων που φαίνονται ταλαιπωρημένες λόγω της λιτής τους ζωής·
- όχι, ρε γαμώτο! έκφραση αγανάκτησης ή απελπισίας, συνήθως για επαναλαμβανόμενο λάθος ή για νέα ατυχία ή δυσκολία: «όχι, ρε γαμώτο, πάλι λάθος έγινε η δουλειά! || όχι, ρε γαμώτο, πάλι σε μένα έτυχε να φυλάξω βάρδια!»·
- φτου, γαμώτο! επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει εκνευρισμό, απογοήτευση, δυσαρέσκεια ή απελπισία: «φτου γαμώτο, πάλι την έκαναν κοπάνα τρεις εργάτες μου! || φτου γαμώτο, τίποτα δεν πάει καλά σ’ αυτή τη δουλειά! || φτου γαμώτο, πώς θα τα βγάλω πέρα!». Συνήθως μετά το φτου, ακολουθεί το ρε.